- καταφορώ
- καταφορῶ, -έω (Α) [κατάφορος]1. (για ποταμό) παρασύρω, κατεβάζω2. μτφ. ξεχύνω ορμητικά κάτι σαν χείμαρρος, ρίχνω κατακέφαλα πολλούς ή σφοδρούς λόγους εναντίον κάποιου («άμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος... τοῡ δικαίου καὶ τοῡ ἁδίκου» — καταπληκτικό αριθμό μὰς έχεις ρίξει κατακέφαλα, σχετικά με τη διαφορά τού δίκαιου και τού άδικου άνδρα, Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.