καταφορώ

καταφορώ
καταφορῶ, -έω (Α) [κατάφορος]
1. (για ποταμό) παρασύρω, κατεβάζω
2. μτφ. ξεχύνω ορμητικά κάτι σαν χείμαρρος, ρίχνω κατακέφαλα πολλούς ή σφοδρούς λόγους εναντίον κάποιου («άμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος... τοῡ δικαίου καὶ τοῡ ἁδίκου» — καταπληκτικό αριθμό μὰς έχεις ρίξει κατακέφαλα, σχετικά με τη διαφορά τού δίκαιου και τού άδικου άνδρα, Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφορία — καταφορία, ἡ (Α) [καταφορώ] αρρώστια, νόσημα …   Dictionary of Greek

  • καταφόρηση — ἡ 1. η μεταφορά προς τα κάτω, η εξώθηση προς τα κάτω («καταφόρηση άμμου από τα νερά τού ποταμού») 2. χημ. μετατόπιση τών σωματιδίων προς την κάθοδο σε ένα κολλοειδές σύστημα υπό την επίδραση τού ηλεκτρικού πεδίου 3. ιατρ. εισαγωγή φαρμακευτικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”